προοιμιάζω

προοιμιάζω
Μ
βλ. προοιμιάζομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προοιμιάζομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. προοιμιάζω Μ και συνηρ. τ. φροιμιάζομαι Α [προοίμιον] κάνω προοίμιο, κάνω εισαγωγή, προλογίζω μσν. αρχ. 1. λέω κάτι σαν προοίμιο, αναφέρω προλογικά (α. «προοιμιάζων ἔλεγεν ὁ Σολομών», Μεθόδ. β. «τί φροιμιάζει νεοχμόν; ἐξαύδα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”